ἀερίνη

ἀερίνη
ἀέρινος
aerial
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • α(γ)έρινος — η, ο όμοιος με αέρα, ελαφρός, διάφανος: Φορούσε ένα φουστάνι αέρινο. αέρινος η, ο λεπτός σαν αέρας, διάφανος: Μερικές φορές νόμιζε πως είχε να κάνει με μια ύπαρξη αέρινη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”